- ἐξάλλονται
- ἐξάλλομαιleap out ofpres ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… … Dictionary of Greek